- ἀροτρέα
- ἀροτρέᾱ , ἀροτρεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀροτρέας — ἀροτρέᾱς , ἀροτρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)